αεθλοφορος

αεθλοφορος
    ἀεθλοφόρος
    ион. = ἀθλοφόρος См. αθλοφορος

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αεθλοφορος" в других словарях:

  • αεθλοφόρος — ἀεθλοφόρος, ον (Α) επικός και ιωνικός τύπος αντί αθλοφόρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄεθλον + φόρος < φέρω. ΠΑΡ. αρχ. ἀεθλοφορῶ] …   Dictionary of Greek

  • ἀεθλοφόρος — ἀθλοφόρος bearing away the prize masc/fem nom sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αεθλοφορώ — ἀεθλοφορῶ ( έω) (Α) [ἀεθλοφόρος] κερδίζω έπαθλο …   Dictionary of Greek

  • αθλοφόρος — ο (Α ἀθλοφόρος, ον και ασυναίρετο ἀεθλοφόρος, ον) 1. αυτός που κερδίζει βραβείο, ο νικητής (η λ. είναι γνωστή στα νεοελλ. από τα τροπάρια αγίων, διότι θεωρούνται νικητές τού κακού και τών εχθρών τού χριστιανισμού) 2. αυτός που δίνει βραβεία… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»